- λευιτικός
- -ή, -ό (AM λευιτικός, -ή, -όν) [λευίτης]1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους λευίτες («εἰ μὲν οὖν τελείωσις διὰ τῆς λευιτικῆς ἱερωσύνης ἦν», ΚΔ)2. το ουδ. ως ουσ. Λευιτικό(ν)τίτλος ενός από τα βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης, το τρίτο τής Πεντατεύχου.
Dictionary of Greek. 2013.