λευιτικός

λευιτικός
-ή, -ό (AM λευιτικός, -ή, -όν) [λευίτης]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στους λευίτες («εἰ μὲν οὖν τελείωσις διὰ τῆς λευιτικῆς ἱερωσύνης ἦν», ΚΔ)
2. το ουδ. ως ουσ. Λευιτικό(ν)
τίτλος ενός από τα βιβλία τής Παλαιάς Διαθήκης, το τρίτο τής Πεντατεύχου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • Λευιτικός — Levite masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευιτικά — Λευιτικός Levite neut nom/voc/acc pl Λευιτικά̱ , Λευιτικός Levite fem nom/voc/acc dual Λευιτικά̱ , Λευιτικός Levite fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευιτικῶν — Λευιτικός Levite fem gen pl Λευιτικός Levite masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευιτικόν — Λευιτικός Levite masc acc sg Λευιτικός Levite neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευιτικοῖς — Λευιτικός Levite masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευιτικοί — Λευιτικός Levite masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευιτικοῦ — Λευιτικός Levite masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευιτικούς — Λευιτικός Levite masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευιτικῆς — Λευιτικός Levite fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Λευιτικῇ — Λευιτικός Levite fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”